- ἀποφαυλίζω
- ἀποφαυλίζω,A = ἀποφλαυρίζω, Lib.Decl.48.68, EM789.51.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποφαυλίζουσιν — ἀποφαυλίζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποφαυλίζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφαυλίσαι — ἀποφαυλίζω aor inf act ἀποφαυλίσαῑ , ἀποφαυλίζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφαυλίζειν — ἀποφαυλίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφαυλίζοντες — ἀποφαυλίζω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφαυλίζων — ἀποφαυλίζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφαυλίσας — ἀποφαυλίσᾱς , ἀποφαυλίζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)